χαδερός

χαδερός
-ή, -ό, Ν
1. λείος, απαλός
2. (για τόπο) αυτός που έχει ελαφρά κλίση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάδι + κατάλ. -ερός (πρβλ. ζουμ-ερός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαδερός — ή, ό 1. ο απαλός. 2. για τόπους, αυτός που καμπυλώνει ομαλά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”